Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

последний переулок (Ποσλιέντνιη Περεούλοκ)


Είναι μια αίσθηση παράξενη όταν προχωρά κανείς μακριά από το βλέμμα της γης του, όταν βαδίζει σε μια πόλη άγνωστη για να υπάρξει χωρίς αναφορές, δισταγμούς και φόβους. Ξένος, αναζητώντας μέσα στο ξένο κάτι απόλυτα δικό σου. Ταξιδεύω για να πάρω τη θέση εκείνου που βλέπει, να ανιχνεύσω ό,τι μέσα στο οικείο ποτέ δε μπόρεσα.
Περίεργος κόσμος. Να πρέπει να νιώθει κανείς ξένος για να βρεθεί.
Τα βήματα ήταν γοργά με την παράξενη νευρικότητα εκείνου που είναι έτοιμος να μην περιμένει. Η έκταση και ο ορίζοντας της Μόσχας σε εξορίζουν από το χώρο της, ίσως κι από το χρόνο. Οι ευαισθησίες αμβλύνονται, καταρρέουν, ψηλαφούν τους ανθρώπους. Κοιτάς λίγο, ελάχιστα, όσο αντέχεις.  Ποσλέντνιη Περεούλοκ, ο τελευταίος δρόμος μπροστά σου.
Το κτήριο, ένα μισοκατεστραμμένο οικοδόμημα με κάγκελα γύρω από τα παράθυρα σα φυλακή, ένα τέρμα. Ο τελευταίος δρόμος, χαμένος, έρημος ναυαγισμένος, τραχύς, ανελέητος μέσα στα 15 εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν εδώ. Κοίταγα συνεπαρμένος την ονομασία του στην πινακίδα με το μπλε φόντο και τα λευκά γράμματα, έπειτα το κτήριο που ήταν κρεμασμένη. Κρεμάστηκα από τα λόγια.
Στη Μόσχα συνάντησα ένα δρόμο με το όνομα Ο Τελευταίος. Κι εκεί, χωρίς να μάθω ποτέ το γιατί και το πώς, σταμάτησα και είδα το χρόνο να με κοιτά με μάτια δικά μου, μια ελάχιστη μνήμη πως από εδώ πέρασα και εγκατέλειψα και έγινα και υπήρξα.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολύ τέτοιοι δρόμοι, τελεσίδικοι. Τον κουβαλούσα μέσα μου από τότε που μάθαινα να περιμένω; Μα αυτή η υλική έκφανση…. ήταν τόσο ρυθμισμένα καταλυτική. Αποχαιρετισμός της ύπαρξης. Παιδικότητες, έρωτες, ιδανικά, όνειρα, χρόνια, ο εαυτός μου και τόσοι άλλοι μέσα μας. Δρόμοι σαν κι αυτόν, έρημοι μάρτυρες που μυρίζουν αίμα και παρελθόν και βήματα και ζωή και απουσίες. Ξεχασμένοι και μαζί πλημμυρισμένοι από υπάρξεις. Θαμμένοι δρόμοι που τους περπατούμε θαμμένοι. Άχρονοι δρόμοι που δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε. Ζητούμε να τους σκλαβώσουμε, να τους κάνουμε υπηρέτες μιας ζωής στενής, περιορισμένης. Να τους ξορκίσουμε και να τους φανταστούμε δικούς μας. Δρόμοι φρικτοί, κατεστραμμένοι, ραγισμένοι από το χρόνο και ανυπάκουοι. Υπέροχοι, απεριποίητοι δρόμοι που μας ραγίζουν μυρίζοντας εγκατάλειψη, μας κλέβουν, μας απαγάγουν, μας πληγώνουν. Δρόμοι που μας μαθαίνουν να τους περπατούμε σαν πάνω σε καθρέφτη, γυάλινοι, διαπεραστικοί, φωτεινά σκοτεινοί.
Εγκαταλείπω συχνά στον κόσμο αυτόν τη σιωπή μου, σαν τον αόρατο πόνο, που ανεπαίσθητα διώχνεις με εκείνο το υπέροχο χαμόγελο, καρφωμένο στο πρόσωπο, όταν πια δεν έχεις πρόσωπο, όταν καταλαβαίνεις πως με το επόμενο βήμα σου γίνεσαι ήδη ένα μέρος του παρελθόντος. Γίνεσαι ήδη κάτι που δε σου ανήκει.
Ψάχνω την ύλη μου, στον τελευταίο δρόμο, στα χνότα, τους ήχους, τα βλέμματα, σ’ αυτήν τη σιωπή που άφησε μέσα μου. Στις πέτρες που βούλιαξα. Στο γδούπο της πόρτας που έκλεισε χωρίς ποτέ να μπορέσω να πω αντίο. Χωρίς ποτέ να μπορέσει να μου πει συγνώμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: