Αισθητικοί δρόμοι στην «Τέχνη» του Τάσου Λειβαδίτη
«..ένα συναίσθημα θρεμμένο από όλη την ανθρώπινη πείρα
που μεσολάβησε από την παλιά εκείνη εποχή
ως τη σημερινή στιγμή σας.»
Ορισμένα από τα «ηδονικά» ποιήματα του Αλεξανδρινού αποπνέουν έναν βαθύ τόνο αποτίμησης μέσα από τη ναυαγισμένη μοίρα των χαρακτήρων του, σαν η ερωτική ιδιαιτερότητα του δημιουργού τους να βαθαίνει την τέχνη του και να αγγίζει, με μια καθολική ισχύ, τον καταποντισμό του ανθρώπου. Ο Λειβαδίτης με το δικό του ύφος, το άμεσο φως πάνω στις αιμοφιλικές του πληγές, –όπως ταιριάζει στις συγκυρίες της ζωής και την ιδιοτυπία του χαρακτήρα του– μεταδίδει συχνά αυτήν την αίσθηση, διατηρώντας το ίδιο απαράλλακτη και καθοριστική τη δύναμη του αναπόδραστου και του πεπρωμένου. Οι δεσμοί των δύο ποιητών, πέρα από τις διαφορετικές εμπειρίες και την ποιητική τους έκφραση, συγκροτούνται σε ένα φιλοσοφικό υπόστρωμα εξαιρετικά κοντινό, που έχει να κάνει αποκλειστικά με την ακριβή ουσία των ανθρώπινων πραγμάτων και τη γνησιότητα της συνείδησης.
Ο Καβάφης, μέσα από τις ρωγμές του ιδιωτικού του χρόνου, θα κοιτάξει ό,τι σημάδεψε τη μνήμη του ως επιθυμία ερωτική ή αίσθημα, άλλοτε νοσταλγικά με μια διάθεση ενδοτική, άλλοτε με τη βεβαιότητα της φθοράς και τη φύση του «νεκρομάντη». Ο Λειβαδίτης, εγκαταλειμμένος στην αυτοπαρατήρησή του βαθαίνει στις πράξεις, τα κίνητρα, τις υποσυνείδητες προθέσεις, τις συνθήκες και τις επιλογές της ζωής του, φέρνοντας στην επιφάνεια την οδύνη μιας πολύ προσωπικής επίγνωσης. Σ’ αυτό το κλίμα, η «κατακλυσμική ειλικρίνειά» του, γίνεται όργανο αφής με το οποίο επισημαίνει ό,τι προσδιόρισε ανέκκλητα το ανθρώπινο πρόσωπό του μέσα στο χώρο της ατομικής και της κοινωνικής συνείδησης· εκεί όπου ο ίδιος τάχθηκε με ένα αντίστοιχο ερωτικό βάρος αφοσίωσης και πάθους. Η «Τέχνη» για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης το 1962 ενώ αργότερα συγκαταλέγεται στη συλλογή «Ποιήματα 1958-64». Πρόκειται για μια συγκέντρωση από συμπαγείς και μικρές μορφές ποιημάτων με έναν προσανατολισμό καθαρά ψυχολογικό και με σημαντικές υπαρξιακές προεκτάσεις. Το ποίημα, τοποθετημένο στο τέλος της συλλογής, φαντάζει ως ένα μεταιχμιακό σύνορο ζωής και ποιητικής. Ο Λειβαδίτης, έχοντας ολοκληρώσει ένα συγκλονιστικό «κύκλο» ζωής, διατυπώνει με ένα αίσθημα ενταφιασμού τον επίλογο και την εκτίμηση του πιο δικού του κόσμου, δίνοντας παράλληλα με την πικρία του αποχαιρετισμού, το σήμα προς μια νέα εσωτερική και ποιητική εξέλιξη. Ο μονόλογος ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα ανθρώπινο σύμπαν καθώς αμβλύνεται αδιάκοπα από μια λάβα συνειδητοποιήσεων, προσδίδοντας του πολλαπλές διαστάσεις μέσα από τις ποικίλες καταρρεύσεις και ερημώσεις. Με άλλα λόγια μια αδιάκοπη μετατόπιση του βάρους και της ουσίας των πραγμάτων προς τα μέσα, κάτω από μια καινούργια νοηματοδότηση και θέαση των ανυποψίαστων διαστάσεών τους. Νέοι συνειδησιακοί χώροι και αρχές τοποθετούνται στο επίκεντρο και το ενδιαφέρον της ποιητικής συνείδησης. Και ο Λειβαδίτης, με μια απόλυτη συνέπεια, θα ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι που οδηγεί σε μια μυστική ανταπόκριση ενός ασύμβατου εσωτερικού κόσμου με τα αμείλικτα δεδομένα της Ιστορίας, της εποχής και του τόπου.
Τέχνη
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο με-
γάλα ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα την νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ από δειλία ή ματαιοδοξία,
συγχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αρ-
γά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου —
κι ήταν ο πιο φρικτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ΄ αυτόν τον δαί-
μονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα
πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Η «Τέχνη» είναι μια πρόζα που συνδυάζει με εξαίρετη αρμονία την αυτοβιογραφική καταγραφή με την αμεσότητα του προσωπικού λόγου και την εσωστρέφεια του ημερολογιακού ύφους. Εξορυγμένη μέσα από την αγωνία και τη διδαχή της ανθρώπινης μοίρας φαντάζει σα μια πύκνωση ζωής με μια καθολική προοπτική. Ένα κείμενο που ζυγιάζεται ανάμεσα σε δύο βασικές αισθητικές διαθέσεις, την ψυχική ένταση της μνήμης και τον βαθιά εξομολογητικό χαρακτήρα μιας αυτοσυντριβής. Ο λόγος, μέσα από τη διττή φύση του, την εσωστρέφεια που ορίζει η ανάγκη της αυτοκριτικής και το μονόλογο της ομολογίας, αποκτά μια τέτοια δυναμική που, καταλύοντας τους ορίζοντες του ιδιωτικού και τα περιοριστικά όρια του υποκειμένου που αυτοαναλύεται, παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ψυχική ανταπόκριση, σε μια μαθητεία ειλικρίνειας. Το ποιητικό υποκείμενο του μονολόγου –ταυτόσημο εδώ με το «εγώ» του ποιητή– γίνεται πρόσωπο που απεκδύεται ένα προς ένα τα προσωπεία του «φαίνεσθαι», αναζητώντας ανομολόγητα μέσα σε αυτήν την πράξη έναν μάρτυρα ακροατή, που να του παρέχει απλά τη δυνατότητα να απευθύνεται. Το ποίημα γίνεται έτσι σελίδα ενός κοινού ημερολογίου, όπου ο κάθε αναγνώστης ψηλαφεί πράξεις που δεν μπόρεσαν να λάβουν μέσα στην ταχύτητα της ζωής τις διαστάσεις της σημασίας τους. Όλο το κείμενο θα δομηθεί πάνω στον χαρακτήρα της υπονόμευσης που γίνεται το βασικό μέσο στην αποκάλυψη ακαριαίων αντιφάσεων που διακατέχουν την ανθρώπινη φύση. Τριάντα-τρεις στίχοι κοντά στα τριάντα-τρία περίπου χρόνια του ποιητή, με μια έντονη «στίξη του χώρου» και ένα βασικό χαρακτηριστικό, την ιδιότυπη εμμονή να αναζητούν μέσα στον αναγνώστη την ύπαρξη και την αλήθεια τους. Ο ποιητής με μια ευλαβική προσήλωση εστιάζει στο χρόνο του παρελθόντος. Εκεί μεταφέρεται, σκάβει και ανασύρει σταγόνα-σταγόνα τη μορφή του προσώπου του. Η ιστορία του αποδεικνύεται ένα σύστημα από καταιγιστικές και πολύπλοκες αντιφάσεις, όπου η κάθε μια ακολουθεί άμεσα την άλλη, για να προβάλλουν τελικά, στην σύνθεσή τους, μια τραγική όραση του εσωτερικού κόσμου, που τον παραδίδει έρμαιο στη γνώση του ανθρώπινου πεπρωμένου. Η πορεία του, με ένα λιτό μοντάζ μέσα στο χρόνο, παρουσιάζεται σε μια γραμμική εξέλιξη με το αποκλειστικό βάρος που έχουν τα ρήματα ως σήματα πράξεων που σημάδεψαν την ψυχή. Λόγος απλός, καθημερινός, σε μια διαρκή κατάφαση και ροή, κοφτός, αφαιρετικός, όπου η τελεία ορίζει ένα τέλος, ενώ οι «λέξεις του εξαντλούν διαθέσεις όχι συναισθήματα». Η ζωή βιώνεται από την αρχή μέσα στην πιο παράφορη προοπτική (στ.1). Ένα παρανάλωμα από συναισθήματα, επιθυμίες και την ένταση της νεότητας. Είναι ενδεικτικά τα λόγια που το 1952 έγραφε ο ποιητής μιλώντας στην αγαπημένη του: «Κ’ ύστερα τίποτ’ άλλο παρά η αγάπη μας // τίποτ’ άλλο παρά εγώ κ’ εσύ // τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα...», ενώ στο ποίημά του «Μια γυναίκα» –που ανήκει στην ίδια συλλογή με την «Τέχνη»– φαίνεται να ολοκληρώνει: «Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ’ αγκάλιαζα με
απεγνωσμένα χέρια,
μα ήταν σα νάξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός
τάφου
που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.»
Μέσα σε ένα τέτοιο ψυχολογικό κλίμα ο ποιητής καταθέτει τον εαυτό του. Με έναν τρόπο ολοκληρωτικό, με μια ευπείθεια μοναδική, με την ιερότητα μιας «αφροσύνης» που συναινεί, χωρίς να διαφυλάξει κανένα μυστικό, ή μυστήριο, σε μια παράδοση άνευ όρων, σε μια εμπιστοσύνη χωρίς φόβο, στις απόλυτες διαστάσεις που λαμβάνει η στιγμή, μέσα στο φως της ζωής και του πάθους.
Και η φθορά δεν αργεί να δράσει εξοφλητικά παίρνοντας με τη σειρά της το δικό της ακέραιο μερίδιο (στ.1-2). Ωστόσο, η μετάπτωση αυτή στην παρακμή και την εξαφάνιση διατυπώνεται με τον ίδιο ήμερο τόνο, σαν να πηγάζουν και οι δυο καταστάσεις από την ίδια νομοτέλεια που κατατρέχει τα ανθρώπινα πράγματα. Και αυτός ο τόνος δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια κατανόηση, μια αποδοχή, μια αφομοίωση της αλήθειας μπροστά στο μέγεθος αυτής της αφάνταστης θνησιμότητας που διέπει τη ανθρώπινη δράση. Αυτό επιβεβαιώνει και η ψυχολογική κορύφωση, που συντελείται μέσα σε μια εναντίωση που ξαφνιάζει:
«...έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.»
Είναι πολύ χαρακτηριστικές αυτές οι εκρηκτικές ταλαντεύσεις μέσα στην ποιητική του Τ. Λειβαδίτη. Ταλαντεύσεις τόσο ως προς τα ίδια τα σημαινόμενα, όσο και ως προς τη συγκεκριμένη αξία που έχουν κάθε φορά, καθώς οι μετασχηματισμοί είναι πάντα απρόβλεπτοι και το αποτέλεσμα συχνά σπαρακτικό. Αν ο ποιητής ξεσπά σε δάκρυα δεν είναι η συγκεκριμένη απώλεια που τα προκαλεί, αλλά η άμεση εσωτερική και υπαρξιακή σχέση που αναπτύσσει με τα γεγονότα, με τη σημασία τους, η κατάληψη των κανόνων και της αλληλουχίας τους που τον εξακοντίζει σε αφόρητα βαθύτερες συνεπαγωγές. Δεν πρόκειται για κάποιο παράπονο που να μοιρολογεί εκείνα που δόθηκαν και χάθηκαν, ή τις προοπτικές ενός μέλλοντος που αφανίστηκε. Είναι ο πόνος από την πικρή γνώση μιας αναπόφευκτης ειμαρμένης. Ο ποιητής βγαίνει καθημαγμένος όχι από τα πάθη, ούτε από το δικό τους τέλος, μα από την κατανόηση της καθολικής προοπτικής που αυτό έχει. Μια εμπειρία που αποκομίζεται από ένα χώρο «κινδύνου», σε τέτοιο βαθμό δεμένο και συμφυή με το ανθρώπινο είναι, που καταλήγει να σημαίνει μια αδυσώπητη και αμείλικτη βεβαιότητα· μια επίγνωση που έχει τη δύναμη να θρυμματίζει και μέσα στην ερημιά της, ταυτόχρονα, να συγκροτεί κόσμους. Τα πάθη γίνονται το πεδίο μεγάλων διδαγμάτων και αποκτούν μια αξία βαπτισμένη στην αίσθηση του τραγικού. Το τέλος ενυπάρχει ακατάβλητο, ενώ εκείνο που αποσιωπάται ενέχει μια προέκταση στιγματισμένη, που ορίζει να μένει κανείς κενός και από την ίδια την πτώση του.
Η δεύτερη περίοδος (στ.4-6) γίνεται η αισθητική αντίστιξη της πρώτης, καθώς καταγράφεται ο χώρος των ιδανικών, η άρνησή τους, η επανασύνδεση, κι έπειτα η ακόμα πιο παθιασμένη επαφή με αυτά. Εκείνο που διαφοροποιεί το πριν από το μετά μέσα σ’ αυτήν την κατάθεση, είναι ένα ακόμα πιο ανεξέλεγκτο δόσιμο, που πορεύεται με τρόπο αναγκαστικό μέσα από την άρνηση, για να γίνει το δικό της βάθος γεννητικό αυτής της νέας δυναμικής εισβολής. Ένας τρόπος παράδοξος με τον οποίο ο ποιητής βαθαίνει στη συνειδητοποίηση και στις διαστάσεις της ζωής προσδιορίζοντας έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην οδυνηρή και έντιμη διαχείριση των τύψεων.
Ό,τι ακολουθεί –και ό,τι γνωρίζει– είναι η συναισθηματική του αντίδραση μπροστά σε «κοινωνικές» ομάδες και πρόσωπα, η εμπειρική του γνώση, η πρόθεση, η πράξη και τελικά η οδυνηρή συνάντηση με τον εαυτό του, μια απογύμνωση απρόσμενη, προϊούσα (στ.6-18). Η αντιφατικότητα, χαρακτηριστική, απεικονίζει στον ένα πόλο τη «ντροπή» (στ.6-7), ως επακόλουθο της αταίριαστης συνύπαρξης του ίδιου με ένα περιβάλλον, στο οποίο η ποιότητα της εμφάνισης αποτελεί τεκμήριο ιθαγένειας. Στον άλλον, η ένταση της «θανάσιμης ενοχής» (στ.8-9)· η ευαισθησία και η συγκίνηση μεταφέρουν το δικό τους αιχμηρό στίγμα και ειδικό βάρος, όταν ο ποιητής αντικρίζει τον κόσμο που ζει μέσα σε ποικίλες μορφές πόνου και στέρησης.
Σ’ αυτή την εικόνα, όπου συνυφαίνονται αντίθετες καταστάσεις και συγκρουόμενα συναισθήματα, υπάρχει ένας κοινός τόπος ως λογική αφετηρία· η δυνητική θέση του ποιητή ενώπιον οποιασδήποτε επιλογής, ή αλλιώς μια «φυσική» απόσταση και από τους δύο αυτούς κόσμους που προσδιορίζει για τον ίδιο ένα ουσιαστικό και καθοριστικό «εν μέρει». Στην πραγματικότητα εκείνο που τονίζεται δεν είναι η δυνατότητα εκλογής -και κατά συνέπεια ευθύνης-, αλλά αυτή η ίδια η δυνατότητα που σημαίνει την απτή ύπαρξη και των δύο κόσμων μέσα του. Οι ψυχικές του αντιδράσεις, αποτέλεσμα της ευάλωτης ευαισθησίας που τον κάνει να παραπαίει, επιβεβαιώνουν τελικά την ίδια την πολύ ανθρώπινη φύση του.
Μπροστά μας, παρουσιάζεται μια συνείδηση που, έχοντας αφομοιώσει το κάθε τι, συλλαμβάνει τον εαυτό της σε όλες τις στιγμές του ύψους και της ευτέλειας. Γεγονότα διχασμένα ανάμεσα σε μεγάλες στιγμές άρνησης και κατάφασης, καταγραμμένα με ένα λόγο σφιγμένο, όσο το δυνατό πιο αποστασιοποιημένα, πιο αντικειμενικά, με μια πρόθεση ρεαλιστικής αποτύπωσης που φέρνει τον αναγνώστη σε επαφή όχι με τις έννοιες, αλλά με τις προεκτάσεις τους. Εκείνο που τελικά, λέξη με τη λέξη, αποδομείται, συλλαμβάνεται και κορυφώνεται, είναι το σήμα της «γνώσης» μέσα από πολλές εκφάνσεις και γεύσεις ζωής· η ματαιότητα της μορφής και του κάλλους (στ.10), η πλήρης αυτογνωσία για τα κίνητρα του αυτοκτονικού ηρωισμού (στ.11), η αγαθή συγχώρεση του ποιητικού υποκειμένου (στ.12) -ταπείνωση και αποκάλυψη μιας εφικτότητας - και ακόλουθα, μια πολύ δυνατή νατουραλιστική εικόνα ενός αδυσώπητου εξευτελισμού, μιας εκμηδένισης (στ.12-13).
Ο ποιητής, μέσα από το χώρο της εσωτερικής ενδοσκόπησης φέρνει στην επιφάνεια ένα πλήθος αυτοαναιρέσεων, μια σειρά από άμεσα ρήγματα ανάμεσα στα πρόσωπα που υπήρξε, στα προσωπεία που φόρεσε. Η ειλικρίνεια, ο βασικός όρος απόδυσης, ουσιαστικά αποτυπώνει την μοναδική υπαρξιακή αλήθεια του ίδιου, την ανάγκη να συναντήσει όλους τους εαυτούς του και να τους αντιμετωπίσει, μέσα σ’ αυτήν την εναγώνια προσπάθεια για ένα οδοιπορικό κατανόησης και αλήθειας απέναντι στη ζωή. Σε ένα άλλο ποίημα στην ίδια συλλογή ομολογεί χαρακτηριστικά:
«Αρίθμητα πρόσωπα μέσα σου, καθένα ζητάει να υπάρξει
σκοτώνοντας το άλλο – ποιο είναι το αληθινό; Ποιο είναι
αυτό το πρόσωπο
που κανείς καθρέφτης δεν μπορεί να σου το δώσει;» Μια ποίηση κυνηγημένη που αναζητά με απελπισία αυτό το κάτοπτρο, τις ψηφίδες του χαμένου προσώπου:
«Ποιος είσαι, λοιπόν, πίσω απ’ αυτό το πρόσωπο που η κάθε
μέρα τ’ αλλάζει,
ποιος είσαι πίσω απ’ τις πράξεις που κάνεις τη μέρα, πίσω
απ’ της πράξεις που συλλογίζεσαι τη νύχτα.»
–.–
Οι αντινομίες αναδεικνύουν τις σχισματικές τοποθετήσεις, αλλά εκείνο που ουσιαστικά δίνει σκοπό και νόημα σ’ αυτήν την περιπλάνηση είναι η ίδια η καταγραφή της· με άλλα λόγια αυτή καθ’ αυτή η ποιητική πράξη, όχι ως πρόθεση αισθητική, αλλά ως κάτι το ανθρώπινα και μοναδικά γνήσιο. Η οδυνηρή μαρτυρία καθορίζεται ως η αφανής επιλογή του ποιητή, μια λύτρωση σ’ ένα δρόμο ανέλπιδο ίσως, που αυτοκαταγράφεται και που προϋποθέτει μια αράγιστη εσωτερική αξιοπρέπεια.
Πολλαπλός είναι ο ρόλος της υπονόμευσης, όχι μόνο στον τρόπο της λειτουργίας και του νοήματος, μα πιο πολύ ως χαρακτηριστικό ενός στωικού ήθους και μιας ειλικρίνειας αμείλικτης. Το τραγικό στοιχείο σφυρηλατείται όχι τόσο από τις μεταπτώσεις, ή τους μετασχηματισμούς, ή ακόμα την καταγραμμένη γνώση, μα από ό,τι τόσο εύστοχα υποβάλλεται. Ο ποιητικός λόγος του Λειβαδίτη διαμορφώνεται μέσα σε μια πολυεδρική αισθητική δράση που αφορμάται από τυπικά επεισόδια της ζωής, ενώ οι συνειδητοποιημένες αντιφάσεις και η παράλληλη αποδοχή, φωτίζουν την ποιότητα της συνείδησης και τις εκτεταμένες της διαστάσεις.
Περνώντας μέσα από αφόρητες διαδικασίες παραδοχής -που στο πέρασμά τους θρυμματίζουν κάθε σημείο ευαισθησίας ή στοργής προς τον εαυτό του- ο ποιητής πληρώνει το τίμημα και κατακτά έναν εξαιρετικά αποφθεγματικό λόγο που γίνεται η διατυπωμένη αντανάκλαση ενός πόνου ανέκφραστου και ιδιωτικού από τη συνολική μοίρα της ζωής των ανθρώπων.
« ... όταν ανακαλύπτεις, πλέον αρ-
γά, ότι είσαι ένας άλλος
από εκείνον που ονειρευόσουνα.»
Τότε, μέσα στις πιο απάνθρωπες στιγμές -που ο ίδιος επιδίωξε- και στις αποκαλύψεις τους, αγγίζει ό,τι πιο ανθρώπινο και αληθινό δίνοντας μορφή ανιχνεύσιμη και σχήμα στον κόσμο του ανείπωτου:
«Γιατί ενώ τάθελες όλα, να δεχτείς να είσαι μόνο αυτό που
πρέπει, είναι μεγάλο
Ως προς αυτού του είδους την υπέρβαση των σημαινομένων, ο Καβάφης είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος και είναι χαρακτηριστικοί, για το συναφές περιεχόμενο, ορισμένοι στίχοι στο ποίημα του «Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως»:
«Πλην καθαρά // τούτο κερδήθηκε: γλυτώσαμ’ απ’ ελπίδας // και προσδοκίας.»
Το ανατρεπτικό αυτό σχόλιο του Καβάφη, παρόλο που στοχεύει αλλού και εστιάζει, ενταγμένο στο σύνολο του ποιήματος, εξωτερικά, μεταδίδει την ίδια ακριβώς υπονόηση, την επαφική σχέση με την αλήθεια. Ο κοινός τόπος με την «Τέχνη», είναι αυτή η αργοπορημένη γνώση μέσα στην οποία η σημασία της προσδοκίας για το φως, και της διάψευσης για την μελλοντική ευτυχία, καταργούνται, για να αναδειχθεί ουσιαστικά μια επίγνωση που η πικρία της μετασχηματίζεται σε φιλοσοφικό λυτρωμό. Το μοναδικό τελικά κέρδος είναι ακριβώς η ελευθερία από τα δεσμά ενός ολόκληρου κόσμου που κτίστηκε με κόπο και πίστη, πάνω στις αθώες διαθέσεις του ανθρώπου· αυτό που η κριτική πολλές φορές επισήμανε για την ποίηση του Καβάφη, πως αρέσκεται να διαπλάθει πρόσωπα κεκαθαρμένα από τα παιχνίδια της ψυχής και των περιστάσεων, αντιμέτωπα με την αληθινή γνώση των πραγμάτων και της Ιστορίας, που αναμφισβήτητα συνθλίβει. Και στα δυο αποσπάσματα είναι δηλωτική μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή που, είτε είναι «ανακάλυψη», είτε «γλυτωμός», πάντως ορίζει το μέγεθος μιας λήξης. Κάτι τερματίζεται, σπάει και καταρρέει με τρόπο οριστικό, αμετάκλητο. Στον Καβάφη μέσα στην απόχρωση της ειρωνείας, στο Λειβαδίτη μέσα στο πέπλο μιας θλίψης και στην απόχρωση ενός ήπιου αυτοσαρκασμού.
Ο τελευταίος, με το δικό του τρόπο, μεταφέρει την εντύπωση μιας πιο άμεσης εσωστρέφειας. Πρόκειται για ένα τέρμα που αφορά στον εναγώνιο προσωπικό αυτοπροσδιορισμό. Γι’ αυτό φαίνεται και πιο άμεσα δυσβάσταχτο και τραγικό, μα πάντα αξιοπρεπές μέσα από την έντεχνη αποσιώπησή του. Η αμφίδρομα αναλογική σχέση ανάμεσα στη γνώση της ζωής και την ψυχική οδύνη, σα δύο ζωντανά μεγέθη μέσα στον ποιητικό λόγο, είναι το ακριβές αντίβαρο με το οποίο ο Λειβαδίτης μεταδίδει το δικό του υπαρξιακό στίγμα.
Το βαθύτατο μυστήριο των προθέσεων ανοίγει μπροστά στην υπονόμευση και τη διατύπωσή της. Το αποτέλεσμα είναι μια ταλάντευση από τον ένα πόλο στον άλλο, όπου το θετικό και το αρνητικό έχουν χάσει τη «σημαντικότητά» τους. Εκείνο που ενδιαφέρει στην ουσία δεν είναι η πράξη και η εμπειρία της, αλλά το ανομολόγητο κίνητρο που απογυμνώνει και φωτίζει ανελέητα τις συνειδήσεις που το αντέχουν:
« ... ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός.»
Από το σημείο αυτό και μετά, το ποίημα θα επιβάλλει πιο γοργό το ρυθμό των γεγονότων. Η ανάγκη να ομολογηθούν αυτές οι συγκρούσεις, ο αγώνας, οι μάχες και προπαντός οι ήττες τους, κορυφώνεται. Και η σύγκρουση είναι τόσο έντονη και απαιτητική, που προσδιορίζεται ως ένα έτερο υποκείμενο μέσα στην ίδια την ύπαρξη, με τη δύναμη να ορίζει, να επιθυμεί, να απαιτεί, να στερείται, να αντιμάχεται. Ο ποιητής στην διαχείριση της ζωής του δεν είναι μόνος:
« ... αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον δαί-
μονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα ... »
Η εκφραστική λιτότητα και το ψυχικό δράμα, η αξιοπρέπεια και η πτώση, η επιμειξία του αγαθού και του κακού, η επιθυμία να γίνει κάποτε εκείνος που ονειρευότανε, βυθομετρούν, όλα μαζί, αυτή την «πείνα του δαίμονα» και παράλληλα τον απελπιστικό χαμό της ανθρώπινης αξίας και του ιδανικού:
«τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα
πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό ... »
Είναι αξιοσημείωτο το πώς ο Λειβαδίτης καταφέρνει μέσα από μια καθαρά προσωπική αναφορά να μεταγγίζει ιδιωτικές στιγμές που απροσδόκητα πλαταίνουν, διεισδύουν και αφομοιώνουν το πρόσωπο του αναγνώστη. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας υποβάλλει και εγχειρίζει μέσα από την πιθανότητα της αλήθειας του. Ο ποιητής ποντάρει στην ειλικρίνεια του αναγνώστη. Εκεί ακριβώς τον συναντά, με τα γεγονότα σκόπιμα άδεια και άχρωμα που γεμίζουν με τη συγκινησιακή αντίδραση εκείνων που τα διατρέχουν. Αυτή η μεταφορικότητα της πρόθεσης να υπάρξει λόγος ταυτόχρονος, ή μια κατάφαση «συνενοχής», απέναντι σε όσα ειπώνονται, διαμορφώνει σιωπηλά μια δεύτερη ποιητική άρθρωση, εκείνη του αναγνώστη, άπιαστη και υποκειμενική, μα προπαντός δυναμικά υπαρκτή.
Οι τρεις τελευταίοι στίχοι της πρώτης ενότητας, αλλάζοντας ακαριαία τη δραματική πορεία αποκαλύπτουν την ακατάβλητη ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής να αναστηλώνει, έστω και την τελευταία στιγμή, ό,τι γκρεμίστηκε με ενοχή, ή αθωότητα:
«...και την άλλη στιγμή
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.»
Εκείνο που τονίζεται στους στίχους, είναι η ανεξάντλητη αντοχή αυτής της δυνητικότητας, που ανέλπιστα αποκαθιστά τη σφραγίδα του ανθρώπινου μεγαλείου ακόμα και μέσα σε έναν πολύ σκληρό εκφυλισμό. Ο τρόπος είναι μια ανελέητη αντιστροφή του ρόλου που ο αφηγητής συνειδητοποιεί ως στάση ύπαρξης. Το πλαίσιο, η απόλυτη ελευθερία έμπνευσης και επιλογής καθώς μεταστρέφεται σε εκούσιο θύμα, κι ένας οξύτατος ρεαλισμός στη σύλληψη και την έκφραση μίας ταπείνωσης.
Η θυσία, μολονότι πικρή, αίρει θα λέγαμε όλη την προηγούμενη σκοτεινή ατμόσφαιρα και λειτουργεί σαν ένας παραπεμπτικός επίλογος ζωής προς μια αισιόδοξη πράξη. Η πικρή αίσθηση είναι κάτι που παραμένει, για να πιστοποιήσει όμως το γεγονός της γνήσιας κατάθεσης. Στον ξεπεσμό ο ποιητής θα απαντήσει με μια μορφή θανάσιμης προσφοράς, όπου η ψυχική οδύνη θα επισημάνει τον πόνο για τον εκούσιο και τον πολλαπλά οδυνηρό αποχαιρετισμό της ζωής. Κάποια χρόνια νωρίτερα –πιο ηρωικά στην εξωτερική τους τουλάχιστον έκφραση– είχε πει:
«Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξαίρετε τι θα πει
Σα μια ιδιαίτερη ενότητα, που νοηματικά εποπτεύει, στέκονται τα τελευταία λόγια, δηλώνοντας διαζευκτικά την καινούργια θέση και την «ιστορική» εξέλιξη. Ένα παρόν μέσα σε έναν διαφορετικό χρόνο και τόπο μιας αναφοράς εσωτερικών πλέον αρχών, από όπου πηγάζει στο σύνολό του ο ποιητικός λόγος. Ο επίλογος γίνεται βάση και αρχή ποιητικής με συγκεκριμένο στόχο. Η συγκίνηση έλκεται και η τέχνη φαίνεται να πραγματώνεται σ’ αυτό που μετά τη σχέση πάθους και ζωής δίνει το βάθος στην εσωτερική συνείδηση, όταν το σχήμα των πεπερασμένων πληρώνει ο χρόνος της μνήμης:
«Τώρα κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.»
– : –
Ο Λειβαδίτης αγγίζει με τη μνήμη την ολότητα του συνειδητού και ασυνείδητου κόσμου του, ψάχνοντας μέσα στο παρελθόν, άφοβα, με την πιο πικρή γεύση, να συνθέσει τις πιο αδιάψευστες πράξεις ζωής. Ένα ταξίδι γνωριμίας και ξενιτιάς, πέρα από τον ιστορικό χρόνο και τόπο, κινούμενος ελεύθερα στα βαθιά νερά των εσωτερικών διεισδύσεων, ανιχνεύοντας ασταμάτητα με την ίδια αμείλικτη πρόθεση της αποκάλυψης που τελικά συγκροτεί τους άξονες του δικού του παράφορου προσωπικού μύθου. Μια ολόκληρη μεταφορά επιγνώσεων οι στίχοι του, με τις συντεταγμένες που ορίζει το στίγμα της πανανθρώπινης μοίρας. Η ποίησή του μοιάζει πολλές φορές σα μια προέκταση ομολογίας και εξομολόγησης στα ψυχολογικά πορτραίτα του Αλεξανδρινού, στις απεικονίσεις και στις αντανακλάσεις που προσφέρουν οι υπαρξιακές καταθέσεις του ιδιωτικού του βίου. Ο Καβάφης φέρει το βάρος των επιγνώσεων διαθλασμένο μέσα στις φωτοσκιάσεις της σιωπής και του λόγου και την παρεμβολή των ποιητικών του προσώπων. Ο Λειβαδίτης θα καταθέσει την αναπτυγμένη τους διατύπωση και τους δραματικούς τους ορίζοντες με την έμμονη εσωτερική εστίαση τελικά του ίδιου προς εαυτόν.
SUMMARY
The “Aesthetic paths on the “Art” of Tasos Livaditis” is based exclusively on the interpretation of the specific poem, which was first published in 1962. The poem is written on a crucial, for the first post-war Greek poetic generation, transitional period, which was defined by the 20th congress of the Soviet Union Communistic Party in 1956.
The text is characterized by the self-identity of Livaditis’ style and his posterior aesthetic choices of the mature poetic world, which comes afterwards.
The “Art” has a concealed philosophical background of a life, which stood to see itself demolished by the unfulfilled dreams of a child sensitiveness, which sacrifices everything on the fight of its social and humanistic ideals. This is the point where Livaditis encounters K. Kavafy, a wrecked world and a feeling of a strong conscience, being on the limits of a real tragedy and a live dignity. Something which gives a motive to think of how much Liveditis’ poetry illustrate the dark landscape of the passed over-in-silence verses and considerations of. Kavafy.
Livaditis transmits his inner “cosmos” through the emotional atmosphere of a confession of “implacable honesty” and an extremely simple, everyday and close word. The reader can watch in the “Art” the poet’s life coming through his eyes, like a cinema movie, touching the wounded body of human fate and history, which concern his personal struggle to find out the real identity of himself. A struggle which strips his figure from fake masks, discloses his real desires and actions, leads on the surface a controversial, –however completely human–, psychic world, which stands between weakness, envy and hate, and his dramatic sacred intention to love and respect his fellowmen more than his own pettiness. What he achieves, is to create a catholic reflection of our unconscious world and, under this point of view, formulates many concepts we would never dare to make, or accept.
On the poem he puts only facts and strong feelings which derive from the dead end of a man uncompromised with his nature. The problem of the knowledge he conquers through his unique ability to undermine himself, emerges as a significant, deep, but mostly implicit matter, on which the poet releases the reader to detect its content, substance and value.
Livaditis has, for his poetic production from 1957 to 1966, the following motto such as a compass and foundation of his poetic act: “People need you only on the degree you offer them your real face. This relation determines the value of your offer, and also your own face.”; something which seems that G. Ritsos completes, giving every noble effort a potent meaning, which negate the vanity of sterility: “maybe there, where someone resists without hope, maybe there starts the human history,..., and the beauty of man.”.
And, we add a J. Brodsky’s phrase, to have a trilogy for a dynamic interpretation of Livaditis’ relationship with memory, the world of his inner time and place: “As failures go, attempting to recall the past is like trying to grasp the meaning of existence.”.
Τ. Λειβαδίτης. Μάχη στην άκρη της νύχτας, Ποίηση, τόμ. Α΄, Κέδρος, έκδ. στ΄, σελ. 30.